ἀπόρριψις

ἀπόρριψις
ἀπό-ρριψις, εως, ,
A throwing off,

ἱματίων Hp.Acut.42

(pl.), cf. Luc.Symp.15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπόρριψις — throwing off fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρίψει — ἀπόρριψις throwing off fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπορρίψεϊ , ἀπόρριψις throwing off fem dat sg (epic) ἀπόρριψις throwing off fem dat sg (attic ionic) ἀπορρί̱ψει , ἀπορρίπτω throw away aor subj act 3rd sg (epic) ἀπορρί̱ψει , ἀπορρίπτω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρίψεις — ἀπόρριψις throwing off fem nom/voc pl (attic epic) ἀπόρριψις throwing off fem nom/acc pl (attic) ἀπορρί̱ψεις , ἀπορρίπτω throw away aor subj act 2nd sg (epic) ἀπορρί̱ψεις , ἀπορρίπτω throw away fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρίψιες — ἀπόρριψις throwing off fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρριψιν — ἀπόρριψις throwing off fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόρριψη — η (Α ἀπόρριψις) [απορρίπτω] νεοελλ. 1. άρνηση, αποδοκιμασία 2. (για μαθητές) η μη προαγωγή σε ανώτερη τάξη ή η μη εισαγωγή σε σχολείο ή σχολή αρχ. φρ. «ἀπόρριψις ἱματίων» το να βγάζει κανείς τα ρούχα του …   Dictionary of Greek

  • ἀπορρίψεως — ἀπορρίψεω̆ς , ἀπόρριψις throwing off fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρίψῃ — ἀπορρίψηι , ἀπόρριψις throwing off fem dat sg (epic) ἀπορρί̱ψῃ , ἀπορρίπτω throw away aor subj mid 2nd sg ἀπορρί̱ψῃ , ἀπορρίπτω throw away aor subj act 3rd sg ἀπορρί̱ψῃ , ἀπορρίπτω throw away fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”